διπλασίων

διπλασίων
διπλασίων, -ον (AM)
διπλάσιος, διπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού διπλάσιος με αρχ. επίθημα -ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. και λατ. -ior, melior «καλύτερος», senior «πρεσβύτερος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διπλασίων — διπλάσιος twofold fem gen pl διπλάσιος twofold masc/neut gen pl διπλάζω double fut part act masc nom sg (doric) διπλασίων duplicate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίονα — διπλασίων duplicate neut nom/voc/acc pl διπλασίων duplicate masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιόνων — διπλασίων duplicate gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιόνως — διπλασίων duplicate adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίονας — διπλασίων duplicate masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίονες — διπλασίων duplicate masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίονι — διπλασίων duplicate dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίονος — διπλασίων duplicate gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίοσι — διπλασίων duplicate dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίοσιν — διπλασίων duplicate dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”